- ἐλασμός
- ἐλασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελασμός — ἐλασμός, ο (Α) 1. έλαση, εκδίωξη 2. έλασμα, φύλλο μετάλλου … Dictionary of Greek
ἐλασμοί — ἐλασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασμοῦ — ἐλασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασμούς — ἐλασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασμόν — ἐλασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Elasmosaurus — Temporal range: Late Cretaceous, 80.5 Ma … Wikipedia
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek